χυδαιώ

χυδαιώ
-όω, ΜΑ [χυδαῑος]
καθιστώ χυδαίο κάτι, τό κάνω πρόστυχο, υποβιβάζω την αξία του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χυδαίῳ — χυδαῖος poured out in streams masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… …   Dictionary of Greek

  • χυδαίωσις — ώσεως, ἡ, Μ [χυδαιῶ] ευτελισμός, εξευτελισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”